- ἡδύκαρπος
- ἡδύ-καρπος, ον,A with sweet fruit, Pherecyd.178J.;
δένδρον Thphr.HP4.4.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δένδρον Thphr.HP4.4.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηδύκαρπος — ἡδύκαρπος, ον (Α) αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύ καρπος, ξηρό καρπος] … Dictionary of Greek
ἡδύκαρπον — ἡδύκαρπος with sweet fruit masc/fem acc sg ἡδύκαρπος with sweet fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβοκάντο — Καρπός του δέντρου του γνωστού με την επιστημονική ονομασία περσέα η αμερικανική ή περσέα η ηδύκαρπος. * * * το (Boταν.) κοινή ονομασία αείφυλλου δέντρου, γνωστού και με το όνομα βουτυρόδεντρο (βοτανική ονομασία: Persea americana τού γένους… … Dictionary of Greek
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek